- υδροφιλία
- η, Ν1. (βιοχ.) η ιδιότητα τών κολλοειδών να κατακρατούν μεγάλη ποσότητα νερού2. βοτ. τρόπος επικονίασης κατά την οποία οι γυρεόκοκκοι μεταφέρονται με το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrophilie (< υδρ[ο]-* + φιλία)].
Dictionary of Greek. 2013.